φιλόθρησκος

φιλόθρησκος
-η, -ο
αυτός που αγαπάει πολύ τη θρησκεία, ο θρήσκος, ο θεοφοβούμενος, ο θρησκομανής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φιλόθρησκος — η, ο / φιλόθρησκος, ον, ΝΑ, και φιλόθρεσκος, ον, Α αυτός που έχει πολύ ανεπτυγμένο το θρησκευτικό συναίσθημα, ο οποίος αγαπά καθετί που σχετίζεται με τη θρησκεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + θρήσκος] …   Dictionary of Greek

  • φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… …   Dictionary of Greek

  • φιλόθρεσκος — ον, Α βλ. φιλόθρησκος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”